- θαλαμικός
- -ή, -ό [θάλαμος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο2. φρ. «θαλαμικό σύνδρομο» — πάθηση τού νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από επίμονη απώλεια τής επιφανειακής αισθητικότητας, από ήπια παράλυση και ελαφρά έλλειψη συντονισμού τών κινήσεων στο ένα ημιμόριο τού σώματος, από απώλεια τής ικανότητας αναγνώρισης τών αντικειμένων, από πόνους στο παράλυτο ημιμόριο και από ενεξέλεγκτες κινήσεις τού αντίστοιχου άνω και κάτω άκρου.
Dictionary of Greek. 2013.