θαλαμικός

θαλαμικός
-ή, -ό [θάλαμος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο
2. φρ. «θαλαμικό σύνδρομο» — πάθηση τού νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από επίμονη απώλεια τής επιφανειακής αισθητικότητας, από ήπια παράλυση και ελαφρά έλλειψη συντονισμού τών κινήσεων στο ένα ημιμόριο τού σώματος, από απώλεια τής ικανότητας αναγνώρισης τών αντικειμένων, από πόνους στο παράλυτο ημιμόριο και από ενεξέλεγκτες κινήσεις τού αντίστοιχου άνω και κάτω άκρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαλαμιός — θαλαμιός, ά, όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός 2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός ο θαλαμίτης* 3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια α) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτη β) (ενν. οπή) η οπή από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”